κοτσάρω

κοτσάρω
κότσαρα και κοτσάρισα (λ. ιταλ.)
1. προσκολλώ, αναρτώ, κρεμώ: Κότσαρε κι άλλα βαγόνια στο τρένο.
2. κατηγορώ, κακολογώ: Του κοτσάρανε πως είναι χουντικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοτσάρω — κοτσάρω, κότσαρα και κοτσάρισα, κοτσαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοτσάρω — 1. αναρτώ, κρεμώ 2. συνδέω, προσαρτώ, προσκολλώ 3. δίνω ή κάνω κάτι αιφνίδια και ανέλπιστα αντί άλλου το οποίο περίμενε κάποιος («τού ζήτησα βοδινό και μού κοτσάρει μοσχαράκι γάλακτος») 4. φορώ επιδεικτικά κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση… …   Dictionary of Greek

  • αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά …   Dictionary of Greek

  • ακοτσάριστος — ή, ο αυτός που δεν είναι γαντζωμένος, πιασμένος από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α + κοτσάρω η παραγωγή αναλογικά προς τα επίθετα που προέρχονται από ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… …   Dictionary of Greek

  • κοτσάρισμα — το [κοτσάρω] προσκόλληση, προσάρτηση, σύνδεση …   Dictionary of Greek

  • κοτσαδόρος — ο εξάρτημα, συνήθως πρόσθετο σε όχημα, με το οποίο γίνεται σύνδεση με άλλο όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κοτσάρω «κρεμώ»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκοτσάρω — 1. ναυτ. ξεγαντζώνω 2. (για συρμούς ή άλλα οχήματα) αποσυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοτσάρω «συνδέω, προσκολλώ, προσαρτώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”